ἀνεγειρομένου

ἀνεγειρομένου
ἀνεγείρω
wake up
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαντίλωμα — το συν. στον πληθ. τα μαντιλώματα έθιμο κατά το οποίο ο ιδιοκτήτης ανεγειρόμενου σπιτιού και οι συγγενείς του προσφέρουν στους μαστόρους μαντίλια και άλλα δώρα, μόλις τελειώσει το κτίσιμο τών τοίχων, αλλ. δωρίσματα, χαρίσματα κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”